- Δωρόθεος
- Δωρόθεοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Πρώιος, Δωρόθεος — (Χίος 1765; – Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1821). Λόγιος μητροπολίτης Aδριανουπόλεως και σχολάρχης της πατριαρχικής σχολής Κωνσταντινούπολης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του και στην Πατμιάδα, παρακολούθησε πανεπιστημιακά, μαθήματα φιλοσοφίας… … Dictionary of Greek
Δωροθέου — Δωρόθεος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωροθέῳ — Δωρόθεος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρόθεε — Δωρόθεος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρόθεον — Δωρόθεος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия
ИВЕРСКИЙ МОНАСТЫРЬ — [Ивирон, Иверон; груз. ივირონ; греч. ῾Ιερὰ Μονὴ ᾿Ιβήρων], в честь Успения Пресв. Богородицы на Афоне, муж. Грузинский культурно просветительный центр, в наст. время один из крупнейших греч. мон рей Афона, 3 й после Великой Лавры и Ватопеда.… … Православная энциклопедия
Дорофей (архиепископ Афинский) — В Википедии есть статьи о других людях с именем Дорофей. Архиепископ Дорофей Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος Архиепископ Афинский и всея Эллады 1 апреля … Википедия
Дорофей — (греч. Δωρόθεος) греческое Род: муж Этимологическое значение: «Дар божий» Иноязычные аналоги: англ. Dorotheus … Википедия